- στρουθίον
- το воробей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρουθίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίον — τὸ, ΜΑ βλ. στρουθί (II) … Dictionary of Greek
Στρούθιον — Στρούθιος masc acc sg Στρούθιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίοιν — στρουθίον neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίοις — στρουθίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίοισι — στρουθίον neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίων — στρουθίον neut gen pl στρουθίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθίῳ — στρουθίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθί — (I) το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Silena inflate, τού γένους σιληνή, ζιζάνιο τού οποίου όμως οι βλαστοί, όταν είναι τρυφεροί, είναι εδώδιμοι, αλλ. στρουθούλα, στρουθόνι ή φουσκούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως (πρβλ. και τις … Dictionary of Greek
STRUTHION — Graece Στροὐθιον, herbae nomen, vulgo Graecorum hodie καλοςτροῦθιν, a pulchritudine scil. et similitudine alarum passeris, quam praefert foliorum situ: floret aestate, grata aspectu, verum sine odore, uti de illa habet Plin. l. 19. c. 3. hinc in… … Hofmann J. Lexicon universale
στρούθειος — ον, θηλ. και εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό τού μαλλιού και τών υφασμάτων … Dictionary of Greek